- επεγκρανίς
- ἐπεγκρανίς, η (Α)η παρεγκεφαλίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπεγκρανίς — cerebellum fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεγκρανίδα — ἐπεγκρανίς cerebellum fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεγκρανίδος — ἐπεγκρανίς cerebellum fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπεγκρανίς — ίδος, ή Α (εσφ. γρφ·) αντί επεγκρανίς*, είδος επιδέσμου … Dictionary of Greek